ιμεροδερκής

ιμεροδερκής
ἱμεροδερκής, -ές (Α)
αυτός που κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω»), πρβλ. οξυ-δερκής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”